ουλμανίτης

ουλμανίτης
ο
(ορυκτ.) θειούχο ορυκτό τού καλίου και τού αντιμονίου που περιέχει συνήθως μικρή ποσότητα αρσενικού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κυβικό σύστημα — Μία από τις επτά υποδιαιρέσεις της κρυσταλλικής κατάταξης των κρυστάλλων. Περιλαμβάνει όλους τους κρυστάλλους με τριπλό σύστημα κρυσταλλογραφικών αξόνων, οι οποίοι σχηματίζουν μεταξύ τους γωνίες (α,β,γ) ίσες με 90°. Οι θεμελιώδεις παράμετροι (a,b …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”